3. Διότι κάποτε ἤμαστε καὶ ἐμεῖς ἀνόητοι, ἐπλανώμεθα, ἤμαστε δοῦλοι ἐπιθυμιῶν καὶ διαφόρων ἡδονῶν, ἐζούσαμε εἰς τὴν κακίαν καὶ τὸν φθόνον, ἄξιοι μίσους καὶ ἐμισούσαμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον.
4. Ἀλλ᾽ ὅταν ἐμφανίσθηκε ἡ χρηστότης καὶ ἡ φιλανθρωπία τοῦ Σωτῆρός μας Θεοῦ,
5. μᾶς ἔσωσε, ὄχι ἀπὸ ἔργα δικαιοσύνης, τὰ ὁποῖα ἐκάναμε ἐμεῖς, ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τὸ δικό του ἔλεος, διὰ τοῦ λουτροῦ τῆς ἀναγεννήσεως καὶ τῆς ἀνακαινίσεως ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος,