21. Καὶ ἔτσι βρίσκω τοῦτον τὸν νόμον, ὅτι δηλαδὴ ἐνῷ ἐγὼ θέλω νὰ κάνω τὸ καλόν, μέσα μου ὑπάρχει πρόχειρον τὸ κακόν.
22. Αἰσθάνομαι μεγάλην εὐχαρίστησιν εἰς τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ κατὰ τὸν ἐσωτερικόν μου ἄνθρωπον,
23. ἀλλὰ βλέπω ἄλλον νόμον εἰς τὰ μέλη μου, ὁ ὁποῖος ἀντιστρατεύεται εἰς τὸν νόμον τοῦ λογικοῦ μου καὶ μὲ αἰχμαλωτίζει διὰ τοῦ νόμου τῆς ἁμαρτίας ποὺ ὑπάρχει εἰς τὰ μέλη μου.
24. Ταλαίπωρος ἐγὼ ἄνθρωπος! Ποιός θὰ μὲ ἐλευθερώσῃ ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦτο τὸ καταδικασμένον εἰς θάνατον;
25. Εὐχαριστῶ τὸν Θεόν, διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου μας. Ἄρα λοιπὸν ἐγὼ ὁ ἴδιος μὲ τὸν νοῦν μου δουλεύω εἰς τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ μὲ τὴν σάρκα μου εἰς τὸν νόμον τῆς ἁμαρτίας.