12. καὶ πατέρας ἐκείνων ἐκ τῶν περιτμημένων ποὺ δὲν ἀρκοῦνται μόνον εἰς τὴν περιτομὴν ἀλλὰ καὶ βαδίζουν εἰς τὰ ἴχνη τῆς πίστεως ποὺ εἶχε ὁ πατέρας μας Ἀβραάμ, ὅταν ἀκόμη ἦτο ἀπερίτμητος.
13. Διότι δὲν ἔγινε διὰ τοῦ νόμου ἡ ὑπόσχεσις εἰς τὸν Ἀβραὰμ ἢ εἰς τοὺς ἀπογόνους του, ὅτι θὰ ἦτο ὁ κόσμος κληρονομία του, ἀλλὰ διὰ τῆς δικαιώσεως ποὺ ἔλαβε διὰ πίστεως.
14. Ἐὰν κληρονόμοι ἦσαν οἱ ἐξαρτώμενοι ἐκ τοῦ νόμου, τότε ἡ πίστις δὲν ἔχει ἀξίαν καὶ ἡ ὑπόσχεσις καταργεῖται,
15. διότι ὁ νόμος δημιουργεῖ ὀργήν, ἀλλ᾽ ὅπου δὲν ὑπάρχει νόμος, δὲν ὑπάρχει οὔτε παράβασις.
16. Διὰ τοῦτο ἡ ὑπόσχεσις ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν πίστιν, διὰ νὰ εἶναι ὡς δῶρον χάριτος καὶ νὰ ἰσχύῃ δι᾽ ὅλους τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἀβραάμ, ὄχι μόνον δι᾽ ἐκείνους ποὺ ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὸν νόμον, ἀλλὰ καὶ δι᾽ ἐκείνους ποὺ ἔχουν τὴν πίστιν τοῦ Ἀβραάμ, ὁ ὁποῖος εἶναι πατέρας ὅλων μας,
17. καθὼς εἶναι γραμμένον, Σὲ ἔκανα πατέρα πολλῶν ἐθνῶν — ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εἰς τὸν ὁποῖον ἐπίστεψε, τοῦ Θεοῦ ὁ ὁποῖος ζωοποιεῖ τοὺς νεκροὺς καὶ καλεῖ ὅ,τι δὲν ὑπάρχει σὰν νὰ ὑπῆρχεν.