4. Ποιός εἶσαι σὺ ποὺ κρίνεις ξένον ὑπηρέτην; Τὸ ἂν θὰ σταθῇ ἢ θὰ πέσῃ ἀφορᾷ τὸν δικόν του κύριον, θὰ σταθῇ ὅμως, διότι ὁ Θεὸς ἔχει τὴν δύναμιν νὰ τὸν κάνῃ νὰ σταθῇ.
5. Ὁ ἕνας θεωρεῖ μίαν ἡμέραν καλύτερη ἀπὸ τὴν ἄλλην, ἐνῷ γιὰ ἄλλον κάθε ἡμέρα εἶναι τὸ ἴδιο. Ὁ καθένας ἂς σχηματίσῃ δικήν του πεποίθησιν.
6. Ἐκεῖνος ποὺ κάνει διάκρισιν ὡς πρὸς τὴν ἡμέραν, τὸ κάνει διὰ τὸν Κύριον, καὶ ἐκεῖνος ποὺ δὲν κάνει διάκρισιν, τὸ κάνει πάλι διὰ τὸν Κύριον. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ τρώγει διὰ τὸν Κύριον τρώγει, διότι εὐχαριστεῖ τὸν Θεόν, καὶ ἐκεῖνος ποὺ δὲν τρώγει, διὰ τὸν Κύριον δὲν τρώγει καὶ εὐχαριστεῖ τὸν Θεόν.
7. Διότι κανεὶς ἀπὸ μᾶς δὲν ζῆ διὰ τὸν ἑαυτόν του καὶ κανεὶς δὲν πεθαίνει διὰ τὸν ἑαυτόν του,
8. διότι ἐὰν ζοῦμε, ζοῦμε διὰ τὸν Κύριον, καὶ ἐὰν πεθαίνωμε, πεθαίνομε διὰ τὸν Κύριον. Εἴτε λοιπὸν ζοῦμε εἴτε πεθαίνομε ἀνήκομεν εἰς τὸν Κύριον.
9. Πρὸς τὸν σκοπὸν αὐτὸν ὁ Χριστὸς καὶ ἐπέθανε καὶ ἀναστήθηκε καὶ ἔζησε: διὰ νὰ γίνῃ Κύριος καὶ νεκρῶν καὶ ζώντων.
10. Σὺ γιατί κρίνεις τὸν ἀδελφόν σου; Καὶ σὺ γιατί περιφρονεῖς τὸν ἀδελφόν σου; Ὅλοι θὰ παρουσιασθοῦμε ἐμπρὸς εἰς τὸ βῆμα τοῦ Χριστοῦ.
11. Διότι εἶναι γραμμένον: Εἰς τὴν ζωήν μου, λέγει ὁ Κύριος, κάθε γόνατο θὰ κάμψῃ ἐμπρός μου καὶ κάθε γλῶσσα θὰ δοξολογήσῃ τὸν Θεόν.
12. Ἄρα λοιπὸν ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς θὰ δώσῃ λόγον διὰ τὸν ἑαυτόν του εἰς τὸν Θεόν.
13. Ἂς μὴ κρίνωμεν λοιπὸν πλέον ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ἀλλὰ τοῦτο μᾶλλον ἀποφασίσετε: τὸ νὰ μὴ βάζετε εἰς τὸν ἀδελφὸν πρόσκομμα ἢ κάτι ποὺ θὰ κλονίσῃ τὴν πίστιν του.
14. Ξέρω καὶ ἔχω πεποίθησιν ἐν Κυρίῳ Ἰησοῦ ὅτι κανένα πρᾶγμα δὲν εἶναι αὐτὸ καθ᾽ ἑαυτὸ ἀκάθαρτον· ἀκάθαρτον εἶναι ἕνα πρᾶγμα μόνον δι᾽ ἐκεῖνον ποὺ τὸ θεωρεῖ ἀκάθαρτον.
15. Ἐὰν ὁ ἀδελφός σου λυπᾶται γιὰ κάτι ποὺ τρῶς, δὲν φέρεσαι πλέον μὲ ἀγάπην. Μὴ καταστρέφῃς μὲ τὴν τροφήν σου ἐκεῖνον, διὰ τὸν ὁποῖον ἐπέθανε ὁ Χριστός.
16. Ἂς μὴ γίνεται λοιπὸν ἀντικείμενον δυσφημήσεως ἐκεῖνο ποὺ γιὰ σᾶς εἶναι σωστό.
17. Διότι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι φαγητὰ καὶ ποτά, ἀλλὰ δικαιοσύνη, εἰρήνη καὶ χαρὰ ποὺ χορηγεῖ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον.