18. Ἐὰν καυχᾶσαι, νὰ θυμᾶσαι ὅτι δὲν βαστάζεις ἐσὺ τὴν ρίζαν, ἀλλ᾽ ἡ ρίζα βαστάζει ἐσένα.
19. Θὰ πῇς: «Ἐκόπηκαν τὰ κλαδιά, διὰ νὰ μπολιασθῶ ἐγώ».
20. Πολὺ καλά· ἐκόπηκαν ἕνεκα τῆς ἀπιστίας των, καὶ σὺ στέκεσαι διὰ τῆς πίστεως. Μὴ ὑπερηφανεύεσαι ἀλλὰ φοβοῦ·
21. διότι ἐὰν ὁ Θεὸς δὲν ἐλογάριασε τοὺς φυσικοὺς κλάδους, δὲν θὰ λογαριάσῃ οὔτε ἐσένα.
22. Βλέπε λοιπὸν τὴν ἀγαθότητα καὶ τὴν αὐστηρότητα τοῦ Θεοῦ, αὐστηρότητα εἰς ἐκείνους ποὺ ἔπεσαν, ἀγαθότητα σ᾽ ἐσένα, ἐὰν παραμένῃς εἰς τὴν σφαῖραν τῆς ἀγαθότητος τοῦ Θεοῦ, διότι ἀλλοιῶς καὶ σὺ θ᾽ ἀποκοπῇς.
23. Καὶ ἐκεῖνοι, ἐὰν δὲν ἐπιμείνουν εἰς τὴν ἀπιστίαν, θὰ μπολιασθοῦν, διότι ὁ Θεὸς ἔχει τὴν δύναμιν νὰ τοὺς μπολιάσῃ πάλιν.