10. Διότι μὲ τὴν καρδιά ὁ ἄνθρωπος πιστεύει ὅ,τι ὁδηγεῖ εἰς δικαίωσιν, μὲ τὸ στόμα δὲ ὁμολογεῖ ὅ,τι ὁδηγεῖ εἰς σωτηρίαν.
11. Διότι λέγει ἡ γραφή, Καθένας ποὺ πιστεύει εἰς αὐτὸν δὲν θὰ ντροπιασθῇ.
12. Δὲν ὑπάρχει δηλαδὴ διάκρισις μεταξὺ Ἰουδαίου καὶ Ἕλληνος, διότι ὁ ἴδιος εἶναι Κύριος ὅλων, πλούσιος εἰς ὅλους ποὺ τὸν ἐπικαλοῦνται.
13. Διότι καθένας ποὺ θὰ ἐπικαλεσθῇ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου θὰ σωθῇ.
14. Πῶς λοιπὸν θὰ ἐπικαλεσθοῦν ἐκεῖνον, εἰς τὸν ὁποῖον δὲν ἐπίστεψαν; Καὶ πῶς θὰ πιστέψουν εἰς ἐκεῖνον διὰ τὸν ὁποῖον δὲν ἄκουσαν; Καὶ πῶς θὰ ἀκούσουν χωρὶς νὰ κηρύττῃ κάποιος;
15. Καὶ πῶς θὰ κηρύξουν ἐὰν δὲν ἀποσταλοῦν; Καθὼς εἶναι γραμμένον, Πόσον ὡραῖοι εἶναι οἱ πόδες ἐκείνων ποὺ κηρύττουν τὸ χαρμόσυνον ἄγγελμα.
16. Ἀλλὰ δὲν ὑπήκουσαν ὅλοι εἰς τὸ εὐαγγέλιον. Ὁ Ἡσαΐας λέγει, Κύριε, ποιός ἐπίστεψε εἰς τὸ κήρυγμά μας;
17. Ἑπομένως ἡ πίστις ἔρχεται ἀπὸ τὴν ἀκοὴν τοῦ κηρύγματος, καὶ τὸ κήρυγμα εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ.