4. Τέτοια εἶναι ἡ πεποίθησις ποὺ ἔχομεν εἰς τὸν Θεὸν διὰ τοῦ Χριστοῦ,
5. ὄχι ὅτι εἴμεθα ἱκανοὶ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ὥστε νὰ λογαριάσωμεν ὅτι προῆλθε κάτι ἀπὸ τὸν ἑαυτόν μας, ἀλλ᾽ ἡ ἱκανότης μας προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεόν,
6. ὁ ὁποῖος μᾶς ἔκανε ἱκανοὺς νὰ γίνωμεν ὑπηρέται νέας διαθήκης, ὄχι γραπτοῦ νόμου ἀλλὰ τοῦ Πνεύματος, διότι ὁ γραπτὸς νόμος καταδικάζει εἰς θάνατον, ἐνῷ τὸ Πνεῦμα ζωοποιεῖ.
7. Ἀλλ᾽ ἐὰν ἐκεῖνο ποὺ παράγει θάνατον, ὁ γραπτὸς νόμος, χαραγμένος σὲ πέτρες, ἐγκαινιάσθηκε μὲ λαμπρότητα, ὥστε οἱ Ἰσραηλῖται νὰ μὴ μποροῦν νὰ κυττάξουν τὸ πρόσωπον τοῦ Μωϋσέως, λόγῳ τῆς λαμπρότητος τοῦ προσώπου του, ἡ ὁποία ὅμως θὰ παρήρχετο,
8. δὲν θὰ ἔχῃ μεγαλύτερη λαμπρότητα ἐκεῖνο ποὺ παράγεται ἀπὸ τὸ Πνεῦμα;