27. Ἔχεις δεθῇ μὲ γυναῖκα; Μὴ ζητᾷς διάλυσιν. Εἶσαι ἐλεύθερος ἀπὸ γυναῖκα; Μὴ ζητᾷς γυναῖκα.
28. Ἀλλὰ καὶ ἂν ἔλθῃς εἰς γάμον, δὲν ἁμάρτησες, καὶ ἂν ἡ παρθένος ἔλθῃ εἰς γάμον δὲν ἁμάρτησε. Οἱ τοιοῦτοι ὅμως θὰ ὑποφέρουν εἰς τὴν ζωήν, ἐγὼ δὲ σᾶς λυποῦμαι.
29. Αὐτὸ ποὺ ἐννοῶ, ἀδελφοί, εἶναι ὅτι ὁ καιρὸς εἶναι περιωρισμένος, ὥστε εἰς τὸ ἑξῆς ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν γυναῖκα ἂς εἶναι σὰν νὰ μὴ ἔχουν,
30. ἐκεῖνοι ποὺ κλαίουν σὰν νὰ μὴ κλαίουν, ἐκεῖνοι ποὺ χαίρουν σὰν νὰ μὴ χαίρουν, ἐκεῖνοι ποὺ ἀγοράζουν σὰν νὰ μὴ κατέχουν,
31. ἐκεῖνοι ποὺ ἀσχολοῦνται μὲ τὸν κόσμον σὰν νὰ μὴ ἀσχολοῦνται, διότι παρέρχεται ἡ μορφὴ τοῦ κόσμου αὐτοῦ.
32. Σᾶς θέλω νὰ εἶσθε ἐλεύθεροι ἀπὸ μέριμνες. Ὁ ἄγαμος μεριμνᾶ διὰ τὰ πράγματα τοῦ Κυρίου, πῶς νὰ ἀρέσῃ εἰς τὸν Κύριον.
33. Ὁ ἔγγαμος μεριμνᾶ διὰ τὰ κοσμικὰ πράγματα, πῶς νὰ ἀρέσῃ εἰς τὴν γυναῖκά του,
34. καὶ τὸ ἐνδιαφέρον του ἔχει μοιρασθῆ. Ἡ ἄγαμος γυναῖκα καὶ ἡ παρθένος μεριμνᾶ διὰ τὰ πράγματα τοῦ Κυρίου, διὰ νὰ εἶναι ἁγία καὶ κατὰ τὸ σῶμα καὶ κατὰ τὸ πνεῦμα. Ἡ δὲ ἔγγαμος μεριμνᾶ διὰ τὰ κοσμικὰ πράγματα πῶς νὰ ἀρέσῃ εἰς τὸν ἄνδρα.
35. Αὐτὸ σᾶς τὸ λέγω διὰ τὸ δικό σας συμφέρον, ὄχι διὰ νὰ σᾶς βάλω θηλειά, ἀλλὰ διὰ νὰ δείξετε καλὴν συμπεριφορὰν καὶ μείνετε στερεοὶ εἰς τὸν Κύριον, χωρὶς περισπασμούς.
36. Ἐὰν νομίζῃ κανεὶς ὅτι φέρεται ἀνάρμοστα πρὸς τὴν παρθένον του, ἐὰν εἶναι ἰσχυρῶν παθῶν, καὶ πρέπει νὰ γίνῃ ἔτσι, τότε ἂς κάνῃ ἐκεῖνο ποὺ θέλει· δὲν ἁμαρτάνει· ἂς πανδρευθοῦν.