13. Γι᾽ αὐτὰ μιλᾶμε, ὄχι μὲ λόγους ποὺ μᾶς τοὺς ἐδίδαξε ἀνθρώπινη σοφία, ἀλλὰ μὲ λόγους ποὺ τοὺς ἐδίδαξε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, ἑρμηνεύοντες πνευματικὰ πράγματα εἰς πνευματικοὺς ἀνθρώπους.
14. Ὁ φυσικὸς ἄνθρωπος δὲν δέχεται ὅσα προέρχονται ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, διότι γι᾽ αὐτὸν εἶναι μωρία· δὲν μπορεῖ νὰ τὰ καταλάβῃ, διότι πρέπει νὰ ἐξετασθοῦν πνευματικῶς.
15. Ἀλλ᾽ ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος κρίνει ὅλα τὰ πράγματα, ὁ ἴδιος ὅμως δὲν κρίνεται ἀπὸ κανέναν.
16. Διότι, Ποιός ἐγνώρισε τὴν σκέψιν τοῦ Κυρίου, ὥστε νὰ τὸν διδάξῃ; Ἐμεῖς ὅμως ἔχομεν νοῦν Χριστοῦ.