11. Ἐὰν λοιπὸν δὲν ξέρω τὴν σημασίαν τῆς φωνῆς, τότε θὰ εἶμαι δι᾽ ἐκεῖνον ποὺ μιλεῖ ἕνας ξένος, καὶ ἐκεῖνος ποὺ μιλεῖ ξένος δι᾽ ἐμέ.
12. Ἔτσι καὶ σεῖς, ἀφοῦ εἶσθε ζηλωταὶ πνευματικῶν χαρισμάτων, νὰ ζητᾶτε νὰ ὑπερέχετε εἰς ἐκεῖνα ποὺ συντελοῦν εἰς τὴν οἰκοδομὴν τῆς ἐκκλησίας.
13. Διὰ τοῦτο ἐκεῖνος ποὺ ἔχει τὸ χάρισμα τῆς γλωσσολαλιᾶς, ἂς προσεύχεται νὰ μπορῇ νὰ διερμηνεύῃ.
14. Διότι ἐὰν προσεύχωμαι μὲ τέτοιαν γλῶσσαν, τὸ πνεῦμά μου προσεύχεται, ἀλλ᾽ ὁ νοῦς μου μένει ἄκαρπος.
15. Τί νὰ γίνεται λοιπόν; Θὰ προσεύχωμαι μὲ τὸ πνεῦμά μου, ἀλλὰ θὰ προσεύχωμαι καὶ μὲ τὸν νοῦν μου, θὰ ψάλλω μὲ τὸ πνεῦμά μου ἀλλὰ θὰ ψάλλω καὶ μὲ τὸν νοῦν μου.
16. Διότι ἐὰν μὲ τὸ πνεῦμα δοξολογῇς τὸν Θεόν, τότε πῶς ἐκεῖνος ποὺ κατέχει τὴν θέσιν τοῦ ἁπλοϊκοῦ θὰ πῇ τὸ Ἀμὴν διὰ τὴν εὐχαριστίαν σου, ἀφοῦ δὲν ξέρει τί λέγεις;