36. Καθὼς δὲ ἐπήγαιναν εἰς τὸν δρόμον, ἔφθασαν εἰς ἕνα μέρος ποὺ εἶχε νερὸ καὶ λέγει ὁ εὐνοῦχος, «Νά, νερό, τί μὲ ἐμποδίζει νὰ βαπτισθῶ;».
37. [Καὶ ὁ Φίλιππος τοῦ εἶπε, «Ἐὰν πιστεύῃς μὲ ὅλη τὴν καρδιά σου, ἐπιτρέπεται». Ἐκεῖνος ἀπεκρίθη, «Πιστεύω ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ»].
38. Καὶ διέταξε νὰ σταθῇ τὸ ἁμάξι καὶ κατέβηκαν καὶ οἱ δύο εἰς τὸ νερό, καὶ ὁ Φίλιππος καὶ ὁ εὐνοῦχος, καὶ τὸν ἐβάπτισε.
39. Ὅταν ἀνέβηκαν ἀπὸ τὸ νερό, τὸ Πνεῦμα τοῦ Κυρίου ἅρπαξε τὸν Φίλιππον καὶ δὲν τὸν εἶδε πλέον ὁ εὐνοῦχος, ἐβάδιζεν ὅμως τὸν δρόμον του χαρούμενος.
40. Ὁ Φίλιππος εὑρέθηκε εἰς τὴν Ἄζωτον καὶ διερχόμενος ὅλας τὰς πόλεις ἐκήρυττε τὸ εὐαγγέλιον μέχρις ὅτου ἦλθε εἰς τὴν Καισάρειαν.