8. καὶ μ᾽ ἕνα πήδημα ἐσηκώθηκε ὀρθὸς καὶ περπατοῦσε καὶ ἐμπῆκε μαζί τους εἰς τὸν ναόν, περιπατῶν καὶ πηδῶν καὶ δοξολογῶν τὸν Θεόν.
9. Ὅλος ὁ λαὸς τὸν εἶδε νὰ περπατῇ καὶ νὰ δοξολογῇ τὸν Θεὸν
10. καὶ τὸν ἀνεγνώρισαν ὅτι ἦτο ἐκεῖνος ποὺ ἐσυνείθιζε νὰ κάθεται εἰς τὴν Ὡραίαν πύλην τοῦ ναοῦ δι᾽ ἐλεημοσύνην καὶ ἔγιναν ἔκθαμβοι καὶ ἐκστατικοὶ γι᾽ αὐτὸ ποὺ τοῦ συνέβη.
11. Ἐνῷ δὲ ὁ θεραπευθεὶς χωλὸς ἐκρατοῦσε τὸν Πέτρον καὶ τὸν Ἰωάννην, ὅλος ὁ λαὸς ἔτρεξε κατάπληκτος πρὸς αὐτοὺς εἰς τὴν στοὰν ποὺ ἐκαλεῖτο τοῦ Σολομῶντος.
12. Ὅταν εἶδε αὐτὸ ὁ Πέτρος, εἶπε εἰς τὸν λαόν, «Ἄνδρες Ἰσραηλῖται, γιατί ἐκπλήττεσθε γι᾽ αὐτό; Γιατί ἔχετε προσηλωμένον τὸ βλέμμα σας σ᾽ ἐμᾶς σὰν νὰ τὸν εἴχαμε κάνει νὰ περπατῇ μὲ δική μας δύναμι ἢ εὐσέβεια;