1. Ὅταν ἐσωθήκαμε, τότε ἐμάθαμε ὅτι ἡ νῆσος ὀνομάζεται Μελίτη.
2. Οἱ ἰθαγενεῖς μᾶς φέρθηκαν μὲ ἀσυνήθη εὐγένειαν. Μᾶς πῆραν ὅλους κοντὰ σὲ μιὰ φωτιὰ ποὺ εἶχαν ἀνάψει ἐπειδὴ εἶχε ἀρχίσει νὰ βρέχῃ καὶ ἔκανε κρῦο.
3. Ὁ Παῦλος ἐμάζεψε ἀρκετὰ φρύγανα καὶ τὰ ἔβαλε στὴν φωτιὰ καὶ τότε ἐβγῆκε μιὰ ἔχιδνα ἕνεκα τῆς θερμότητος καὶ ἐκρεμάσθηκε ἀπὸ τὸ χέρι του.
4. Ὅταν οἱ ἰθαγενεῖς εἶδαν τὸ φίδι νὰ κρέμεται ἀπὸ τὸ χέρι του, ἔλεγαν μεταξύ τους: «Ἐξάπαντος φονηὰς πρέπει νὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ἀφοῦ ἐνῷ ἐξέφυγε ἀπὸ τὴν θάλασσαν, ἡ θεία δίκη δὲν τὸν ἄφησε νὰ ζήσῃ».
5. Ἀλλ᾽ ὁ Παῦλος ἐτίναξε τὸ φίδι στὴν φωτιὰ καὶ δὲν ἔπαθε τίποτε.