41. Ἀλλ᾽ ἐπειδὴ ἔπεσαν σὲ μέρος ποὺ ἐκυκλώνετο εἰς τὰ δύο μέρη ἀπὸ θάλασσαν, ἔρριξαν τὸ πλοῖον εἰς τὴν ξηρὰν καὶ ἡ μὲν πρώρα, ἐπειδὴ ἀκούμπησε εἰς τὴν ἀμμουδιά, ἔμεινε ἀκίνητη, ἐνῷ ἡ πρύμνη ἄρχισε νὰ διαλύεται ἀπὸ τὴν ὁρμὴν τῶν κυμάτων.
42. Τότε οἱ στρατιῶται ἐσκέφθησαν νὰ σκοτώσουν τοὺς φυλακισμένους διὰ νὰ μὴ κολυμπήσῃ κανεὶς καὶ φύγῃ.
43. Ἀλλ᾽ ὁ ἑκατόνταρχος, ἐπειδὴ ἤθελε νὰ σώσῃ τὸν Παῦλον, δὲν τοὺς ἄφησε νὰ ἐκτελέσουν τὸ σχέδιόν τους καὶ διέταξε νὰ ριφθοῦν εἰς τὴν θάλασσαν πρῶτοι ὅσοι ἤξεραν νὰ κολυμποῦν καὶ νὰ κατευθυνθοῦν πρὸς τὴν ξηράν,
44. οἱ δὲ λοιποὶ νὰ βγοῦν, ἄλλοι μὲν ἐπάνω σὲ σανίδια, μερικοὶ δὲ ἐπάνω σὲ συντρίμματα τοῦ πλοίου. Καὶ ἔτσι ἐσώθηκαν ὅλοι εἰς τὴν ξηράν.