25. «Δὲν εἶμαι τρελλός, ἐξοχώτατε Φῆστε», εἶπε ὁ Παῦλος, «ἀλλὰ λέγω λόγια ἀληθινὰ καὶ συνετά.
26. Ξέρει καλὰ τὰ ζητήματα αὐτὰ ὁ βασιλεύς, πρὸς τὸν ὁποῖον καὶ μιλῶ μὲ θάρρος. Δὲν πιστεύω ὅτι τοῦ διαφεύγει κανένα ἀπὸ αὐτὰ τὰ γεγονότα, διότι δὲν ἔχουν γίνει στὰ κρυφά.
27. Πιστεύεις, βασιλεῦ Ἀγρίππα, εἰς τοὺς προφήτας; Γνωρίζω ὅτι πιστεύεις».
28. Ὁ Ἀγρίππας εἶπε εἰς τὸν Παῦλον, «Κοντεύεις νὰ μὲ πείσῃς νὰ γίνω χριστιανός».
29. Ὁ δὲ Παῦλος εἶπε, «Θὰ εὐχόμουν εἰς τὸν Θεόν, εἴτε εἰς ὀλίγον, εἴτε εἰς μακρὸν χρόνον, ὄχι μόνον ἐσύ, ἀλλὰ καὶ ὅλοι ὅσοι μὲ ἀκούουν σήμερα, νὰ γίνουν τέτοιοι ὅπως εἶμαι ἐγώ, ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἁλυσίδες».