20. Ἐπειδὴ δὲν ἤξερα πῶς νὰ ἐξετάσω τέτοια ζητήματα, ἐρώτησα ἐὰν ἤθελε νὰ μεταβῇ εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ νὰ δικασθῇ ἐκεῖ.
21. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ Παῦλος ἐπεκαλέσθη νὰ ἀφεθῇ εἰς τὴν κρίσιν τοῦ Σεβαστοῦ, διέταξα νὰ τὸν φυλάττουν, ἕως ὅτου τὸν στείλω εἰς τὸν Καίσαρα».
22. Τότε ὁ Ἀγρίππας εἶπε εἰς τὸν Φῆστον, «Θὰ ἤθελα νὰ ἀκούσω καὶ ἐγὼ τὸν ἄνθρωπον». Αὐτὸς δὲ εἶπε, «Αὔριον θὰ τὸν ἀκούσῃς».
23. Τὴν ἑπομένην ἡμέραν ἦλθε ὁ Ἀγρίππας καὶ ἡ Βερνίκη μὲ μεγάλην πομπὴν καὶ ἐμπῆκαν εἰς τὴν αἴθουσαν τῶν ἀκροάσεων μαζὶ μὲ τοὺς χιλιάρχους καὶ τοὺς προύχοντας τῆς πόλεως καὶ κατὰ διαταγὴν τοῦ Φήστου ἔφεραν τὸν Παῦλον.
24. Τότε εἶπε ὁ Φῆστος, «Βασιλεῦ Ἀγρίππα καὶ ὅσοι εἶσθε ἐδῶ παρόντες μαζί μας, βλέπετε τοῦτον, διὰ τὸν ὁποῖον ὅλος ὁ Ἰουδαϊκὸς λαὸς παρουσιάσθηκε σ᾽ ἐμὲ εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἐδῶ, φωνάζοντες ὅτι δὲν πρέπει πλέον αὐτὸς νὰ ζῇ.
25. Ἀλλ᾽ ἐγὼ δὲν εὑρῆκα νὰ ἔχῃ κάνει τίποτε ἄξιον θανάτου καὶ ἐπειδὴ αὐτὸς ὁ ἴδιος ἔκανε ἔκκλησιν εἰς τὸν Σεβαστόν, ἀπεφάσισα νὰ τοῦ τὸν στείλω.