39. Ὁ Παῦλος ἀπεκρίθη, «Ἐγὼ εἶμαι Ἰουδαῖος ἀπὸ τὴν Ταρσὸν τῆς Κιλικίας, πολίτης ὄχι ἀσήμου πόλεως. Σὲ παρακαλῶ νὰ μοῦ ἐπιτρέψῃς νὰ μιλήσω εἰς τὸν λαόν».
40. Αὐτὸς τὸ ἐπέτρεψε, καὶ ὁ Παῦλος ἐστάθηκε εἰς τὰ σκαλιὰ καὶ ἔνευσε μὲ τὸ χέρι εἰς τὸν λαόν. Ὅταν ἐπεκράτησε ἡσυχία, τοὺς προσεφώνησε εἰς τὴν Ἑβραϊκὴν διάλεκτον καὶ εἶπε: