32. Αὐτὸς ἐπῆρε ἀμέσως στρατιῶτες καὶ ἑκατοντάρχους καὶ ἔτρεξε ἐναντίον τους. Ὅταν ἐκεῖνοι εἶδαν τὸν χιλίαρχον καὶ τοὺς στρατιῶτες, ἔπαυσαν νὰ κτυποῦν τὸν Παῦλον.
33. Ὁ χιλίαρχος ἐπλησίασε, τὸν ἔπιασε καὶ διέταξε νὰ δεθῇ μὲ δύο ἁλυσίδες· ὕστερα ἐρώτησε ποιός εἶναι καὶ τί εἶχε κάνει.
34. Μεταξὺ τοῦ ὄχλου μερικοὶ ἐφώναζαν τοῦτο καὶ ἄλλοι ἐκεῖνο. Ἐπειδὴ δὲ δὲν μποροῦσε νὰ μάθῃ τὴν ἀλήθειαν ἐξ αἰτίας τοῦ θορύβου, διέταξε νὰ ὁδηγηθῇ εἰς τὸν στρατῶνα.
35. Ὅταν ἔφθασε ὁ Παῦλος εἰς τὰ σκαλιά, ἐδέησε νὰ βασταχθῇ ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες ἐξ αἰτίας τῆς βίας τοῦ ὄχλου,
36. διότι ἀκολουθοῦσε πλῆθος λαοῦ καὶ ἔκραζε, «Ἐξαφάνισέ τον».