12. Ἐξεπλήσσοντο δὲ ὅλοι καὶ ἀποροῦσαν καὶ ἔλεγαν ὁ ἕνας εἰς τὸν ἄλλον, «Τί ἆραγε νὰ σημαίνῃ αὐτό;».
13. Ἄλλοι εἰρωνεύοντο καὶ ἔλεγαν, «Εἶναι γεμᾶτοι ἀπὸ νέο κρασί».
14. Τότε σηκώθηκε ὁ Πέτρος μαζὶ μὲ τοὺς ἕνδεκα, ὕψωσε τὴν φωνήν του καὶ τοὺς εἶπε, «Ἄνδρες Ἰουδαῖοι καὶ ὅλοι ἐσεῖς ποὺ κατοικεῖτε εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, ἂς γίνῃ τοῦτο γνωστὸν σ᾽ ἐσᾶς καὶ ἀκοῦστε προσεκτικὰ τὰ λόγια μου.
15. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ δὲν εἶναι μεθυσμένοι, καθὼς νομίζετε, διότι εἶναι ἡ τρίτη ὥρα τῆς ἡμέρας.