5. Ἀλλ᾽ οἱ Ἰουδαῖοι ἐκεῖνοι ποὺ δὲν ἐπείθοντο ἐζηλοτύπησαν· ἐπῆραν μερικοὺς χυδαίους ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν ἀγοράν, καὶ ἀφοῦ ὠργάνωσαν ὀχλαγωγίαν, ἐθορυβοῦσαν εἰς τὴν πόλιν, ἦλθαν εἰς τὸ σπίτι τοῦ Ἰάσωνος καὶ τοὺς ἐζητοῦσαν διὰ νὰ τοὺς ὁδηγήσουν εἰς τὴν συνέλευσιν τῆς πόλεως.
6. Ἀλλ᾽ ἐπειδὴ δὲν τοὺς εὑρῆκαν, ἔσυραν τὸν Ἰάσωνα καὶ μερικοὺς ἀδελφοὺς εἰς τοὺς ἄρχοντας τῆς πόλεως καὶ ἐφώναζαν, «Αὐτοὶ ποὺ ἀναστάτωσαν τὴν οἰκουμένην, ἦλθαν καὶ ἐδῶ,
7. καὶ ὁ Ἰάσων τοὺς ἔχει ὑποδεχθῆ. Ὅλοι αὐτοὶ ἐνεργοῦν ἐνάντια πρὸς τὰς διαταγὰς τοῦ Καίσαρος, λέγοντες ὅτι ὑπάρχει ἄλλος βασιλεύς, ὁ Ἰησοῦς».
8. Ὁ λαὸς καὶ οἱ ἄρχοντες τῆς πόλεως ἐταράχθησαν ὅταν ἄκουσαν αὐτά,