23. Ἀφοῦ τοὺς ἔδωκαν πολλὰ ραβδίσματα, τοὺς ἔρριξαν εἰς τὴν φυλακὴν καὶ παρήγγειλαν εἰς τὸν δεσμοφύλακα νὰ τοὺς φυλάττῃ καλά.
24. Αὐτός, ἀφοῦ ἔλαβε τέτοιαν παραγγελίαν, τοὺς ἔβαλε εἰς τὴν πιὸ βαθειὰ φυλακὴν καὶ ἔδεσε τὰ πόδια τους εἰς τὸ ξύλον πρὸς ἀσφάλειαν.
25. Κατὰ τὰ μεσάνυχτα ὁ Παῦλος καὶ ὁ Σίλας προσηύχοντο καὶ ἔψαλλαν ὕμνους εἰς τὸν Θεόν, καὶ οἱ ἄλλοι φυλακισμένοι τοὺς ἄκουαν.
26. Ἔξαφνα ἔγινε σεισμὸς μεγάλος, ὥστε ἐσαλεύθησαν τὰ θεμέλια τῆς φυλακῆς, καὶ ἀμέσως ἄνοιξαν ὅλες οἱ πόρτες καὶ ὅλων τὰ δεσμὰ ἐλύθηκαν.
27. Ὅταν ἐξύπνησε ὁ δεσμοφύλαξ καὶ εἶδε ἀνοικτὲς τὶς πόρτες τῆς φυλακῆς, ἔσυρε τὸ μαχαίρι του καὶ ἐπρόκειτο ν᾽ αὐτοκτονήσῃ, ἐπειδὴ ἐνόμιζε ὅτι οἱ φυλακισμένοι εἶχαν φύγει.
28. Ἀλλ᾽ ὁ Παῦλος τοῦ ἐφώναξε δυνατά, «Μὴ κάνῃς κανένα κακὸν εἰς τὸν ἑαυτόν σου, διότι ὅλοι εἴμεθα ἐδῶ».
29. Ἀφοῦ ἐζήτησε φῶτα, ἐπήδησε μέσα καί, τρομαγμένος, ἔπεσε εἰς τὰ πόδια τοῦ Παύλου καὶ τοῦ Σίλα.
30. Ὕστερα τοὺς ὡδήγησε ἔξω καὶ εἶπε, «Κύριοι, τί πρέπει νὰ κάνω γιὰ νὰ σωθῶ;».
31. Ἐκεῖνοι δὲ εἶπαν, «Πίστεψε εἰς τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ θὰ σωθῇς σὺ καὶ οἱ οἰκιακοί σου».
32. Καὶ ἐκήρυξαν τὸν λόγον τοῦ Κυρίου εἰς αὐτὸν καὶ εἰς ὅλους ποὺ ἦσαν εἰς τὸ σπίτι του.
33. Ἐκείνην τὴν νυχτερινὴν ὥραν τοὺς ἐπῆρε καὶ ἔπλυνε τὶς πληγές τους καὶ ἀμέσως κατόπιν ἐβαπτίσθηκε καὶ αὐτὸς καὶ ὅλοι οἱ δικοί του.
34. Τοὺς ἔφερε εἰς τὸ σπίτι του, τοὺς ἔδωσε φαγητὸν καὶ ἐχαίρετο μὲ ὅλους τοὺς δικούς του διὰ τὴν πίστιν του εἰς τὸν Θεόν.
35. Ὅταν ἔγινε ἡμέρα, ἔστειλαν οἱ στρατηγοὶ τοὺς ραβδούχους μὲ τὴν ἐντολήν: «Ἀπόλυσε τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους».
36. Ὁ δεσμοφύλαξ ἀνήγγειλε τὰ λόγια αὐτὰ στὸν Παῦλον καὶ τοῦ εἶπε, «Οἱ στρατηγοὶ ἔστειλαν ἐντολὴν νὰ ἀπολυθῆτε. Τώρα λοιπὸν βγῆτε ἔξω καὶ πηγαίνετε εἰς τὸ καλό».
37. Ὁ Παῦλος ὅμως τοὺς εἶπε, «Μᾶς ἔδειραν δημοσίᾳ, χωρὶς νὰ ἔχωμεν δικασθῇ, ἂν καὶ εἴμεθα πολῖται Ρωμαῖοι, μᾶς ἔρριξαν εἰς τὴν φυλακήν, καὶ τώρα θέλουν νὰ μᾶς βγάλουν ἔξω κρυφά; Ἄ, ὄχι· ἂς ἔλθουν οἱ ἴδιοι νὰ μᾶς βγάλουν».
38. Οἱ ραβδοῦχοι ἀνήγγειλαν τὰ λόγια αὐτὰ εἰς τοὺς στρατηγούς, οἱ ὁποῖοι ἐφοβήθηκαν, ὅταν ἄκουσαν ὅτι εἶναι Ρωμαῖοι