34. Ὅτι δὲ τὸν ἀνέστησε ἐκ νεκρῶν διὰ νὰ μὴ ἐπιστρέψῃ ποτὲ εἰς τὴν φθοράν, τὸ εἶπε ὡς ἑξῆς: Θὰ σᾶς δώσω τὰς ἱερὰς καὶ βεβαίας εὐλογίας ποὺ ὑποσχέθηκα εἰς τὸν Δαυΐδ.
35. Διὰ τοῦτο καὶ εἰς ἄλλον Ψαλμὸν λέγει: Δὲν θὰ ἐπιτρέψῃς ὁ ὅσιός σου νὰ ἰδῇ φθοράν.
36. Καὶ ὁ μὲν Δαυΐδ, ἀφοῦ ὑπηρέτησε, εἰς τὸν καιρόν του, τὰ σχέδια τοῦ Θεοῦ, ἐπέθανε καὶ ἐνταφιάσθηκε κοντὰ εἰς τοὺς πατέρας του καὶ ἐγνώρισε φθοράν.
37. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ ὁ Θεὸς ἀνέστησε δὲν εἶδε φθοράν.
38. Μάθετε, λοιπόν, ἄνδρες ἀδελφοί, ὅτι δι᾽ αὐτοῦ κηρύττεται σ᾽ ἐσᾶς ἄφεσις ἁμαρτιῶν
39. καὶ δι᾽ αὐτοῦ καθένας ποὺ πιστεύει δικαιώνεται ἀπὸ ὅλα ὅσα δὲν ἠμπορούσατε νὰ δικαιωθῆτε μὲ τὸν Μωσαϊκὸν νόμον.
40. Προσέχετε λοιπὸν μὴ τυχὸν πραγματοποιηθῇ σ᾽ ἐσᾶς ἐκεῖνο ποὺ ἐλέχθη ἀπὸ τοὺς προφήτας: