15. Αὐτοὶ τῆς εἶπαν, «Εἶσαι τρελλή». Ἀλλ᾽ ἐκείνη ἐπέμενε ὅτι ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα. Τότε αὐτοὶ εἶπαν, «Θὰ εἶναι ὁ ἄγγελός του».
16. Ὁ Πέτρος ἐξακολουθοῦσε νὰ κτυπᾷ. Ὅταν δὲ ἄνοιξαν, τὸν εἶδαν καὶ ἐξεπλάγησαν.
17. Ἀφοῦ τοὺς ἔκανε μὲ τὸ χέρι νεῦμα νὰ σιγήσουν, τοὺς διηγήθηκε πῶς ὁ Κύριος τὸν ἔβγαλε ἀπὸ τὴν φυλακὴν καὶ εἶπε, «Ἀναγγείλατε αὐτὸ εἰς τὸν Ἰάκωβον καὶ εἰς τοὺς ἀδελφούς». Ὕστερα ἔφυγε καὶ ἐπῆγε εἰς ἄλλον τόπον.
18. Ὅταν ἐξημέρωσε, ἐθορυβήθησαν πολὺ οἱ στρατιῶται περὶ τοῦ τί ἆραγε νὰ ἔγινε ὁ Πέτρος.
19. Ὁ δὲ Ἡρώδης ἀφοῦ τὸν ἐζήτησε καὶ δὲν τὸν εὑρῆκε, ἀνέκρινε τοὺς φρουροὺς καὶ διέταξε νὰ ὁδηγηθοῦν πρὸς ἐκτέλεσιν, αὐτὸς δὲ κατέβηκε ἀπὸ τὴν Ἰουδαίαν καὶ παρέμενε εἰς τὴν Καισάρειαν.
20. Ὁ Ἡρώδης ἦτο πολὺ ὠργισμένος κατὰ τῶν κατοίκων τῆς Τύρου καὶ τῆς Σιδῶνος, οἱ ὁποῖοι ἐκ συμφώνου παρουσιάσθησαν εἰς αὐτὸν καὶ ἀφοῦ ἐκέρδησαν μὲ τὸ μέρος τους τὸν Βλάστον, τὸν θαλαμηπόλον τοῦ βασιλέως, ἐζητοῦσαν εἰρήνην, διότι ἡ χώρα τους ἐπρομηθεύετο τρόφιμα ἀπὸ τὴν χώραν τοῦ βασιλέως.
21. Εἰς ὡρισμένην ἡμέραν ὁ Ἡρώδης, ἀφοῦ ἐφόρεσε βασιλικὴν στολήν, ἐκάθησε εἰς τὸ βῆμα καὶ τοὺς ἐμιλοῦσε δημοσίᾳ.
22. Τὸ δὲ πλῆθος ἐφώναζε, «Φωνὴ Θεοῦ εἶναι αὐτὰ καὶ ὄχι ἀνθρώπου».