16. Καὶ θυμήθηκα τὸν λόγον τοῦ Κυρίου: «Ὁ Ἰωάννης ἐβάπτισε μὲ νερό, σεῖς ὅμως θὰ βαπτισθῆτε μὲ Πνεῦμα Ἅγιον».
17. Ἐὰν λοιπὸν ὁ Θεὸς τοὺς ἔδωκε τὴν ἴδια δωρεὰ ὅπως καὶ σ᾽ ἐμᾶς, ὅταν ἐπιστέψαμε εἰς τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, ποιός ἤμουν ἐγὼ γιὰ νὰ μπορέσω νὰ ἐμποδίσω τὸν Θεόν;».
18. Ὅταν ἄκουσαν αὐτά, ἡσύχασαν καὶ ἐδόξαζαν τὸν Θεὸν καὶ ἔλεγαν, «Ὥστε καὶ εἰς τοὺς ἐθνικοὺς ἔδωκε ὁ Θεὸς μετάνοιαν ποὺ ὁδηγεῖ εἰς ζωήν».
19. Ἐκεῖνοι ποὺ εἶχαν διασπαρῆ ἕνεκα τοῦ διωγμοῦ, ποὺ ἔγινε ἐξ αἰτίας τοῦ Στεφάνου, ἔφθασαν μέχρι τῆς Φοινίκης καὶ τῆς Κύπρου καὶ τῆς Ἀντιοχείας, ἀλλὰ δὲν ἐκήρυτταν τὸν λόγον σὲ κανένα παρὰ μόνον σὲ Ἰουδαίους.