15. Ὅταν ἄρχισα νὰ μιλῶ, ἦλθε εἰς αὐτοὺς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ὅπως καὶ σ᾽ ἐμᾶς εἰς τὴν ἀρχήν.
16. Καὶ θυμήθηκα τὸν λόγον τοῦ Κυρίου: «Ὁ Ἰωάννης ἐβάπτισε μὲ νερό, σεῖς ὅμως θὰ βαπτισθῆτε μὲ Πνεῦμα Ἅγιον».
17. Ἐὰν λοιπὸν ὁ Θεὸς τοὺς ἔδωκε τὴν ἴδια δωρεὰ ὅπως καὶ σ᾽ ἐμᾶς, ὅταν ἐπιστέψαμε εἰς τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, ποιός ἤμουν ἐγὼ γιὰ νὰ μπορέσω νὰ ἐμποδίσω τὸν Θεόν;».
18. Ὅταν ἄκουσαν αὐτά, ἡσύχασαν καὶ ἐδόξαζαν τὸν Θεὸν καὶ ἔλεγαν, «Ὥστε καὶ εἰς τοὺς ἐθνικοὺς ἔδωκε ὁ Θεὸς μετάνοιαν ποὺ ὁδηγεῖ εἰς ζωήν».