11. καὶ βλέπει τὸν οὐρανὸν ἀνοικτὸν καὶ νὰ κατεβαίνῃ κάτι σὰν ἕνα μεγάλο σινδόνι, δεμένο στὶς τέσσερεις γωνίες, καὶ κατέβαινε εἰς τὴν γῆν.
12. Μέσα σ᾽ αὐτὸ ὑπῆρχαν ὅλα τὰ τετράποδα ζῶα τῆς γῆς, θηρία, ἑρπετὰ καὶ πτηνὰ τοῦ οὐρανοῦ.
13. Καὶ μιὰ φωνὴ τοῦ ἐφώναξε, «Σήκω, Πέτρε, σφάξε καὶ φάγε!».
14. Ἀλλ᾽ ὁ Πέτρος εἶπε, «Ἐπ᾽ οὐδενὶ λόγῳ, Κύριε, διότι ποτὲ δὲν ἔφαγα τίποτε μολυσμένον ἢ ἀκάθαρτον».
15. Ἦλθε πάλιν εἰς αὐτὸν φωνὴ διὰ δευτέραν φοράν: «Ἐκεῖνα ποὺ ὁ Θεὸς ἐκαθάρισε, σὺ μὴ τὰ θεωρῇς ἀκάθαρτα».
16. Αὐτὸ ἔγινε τρεῖς φορὲς καὶ τὸ ἀντικείμενον ἀνυψώθηκε πάλιν εἰς τὸν οὐρανόν.