1. Ὅταν κατέβηκε ἀπὸ τὸ ὄρος, τὸν ἀκολούθησε κόσμος πολύς.
2. Καὶ ἕνας λεπρός, ἀφοῦ τὸν ἐπλησίασε, τὸν προσκυνοῦσε καὶ ἔλεγε, «Κύριε, ἐὰν θέλῃς, μπορεῖς νὰ μὲ καθαρίσῃς».
3. Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἅπλωσε τὸ χέρι του, τὸν ἄγγιξε καὶ εἶπε, «Θέλω, καθαρίσου». Καὶ ἀμέσως ἐκαθαρίσθηκε ἡ λέπρα του.
4. Καὶ τοῦ λέγει ὁ Ἰησοῦς, «Κύτταξε, νὰ μὴ πῇς τίποτε σὲ κανέναν, ἀλλὰ πήγαινε, δεῖξε τὸν ἑαυτόν σου εἰς τὸν ἱερέα καὶ πρόσφερε τὸ δῶρον, ποὺ διέταξε ὁ Μωϋσῆς, διὰ νὰ τοὺς δείξῃς τὴν ὑπακοήν σου».
5. Ὅταν ἐμπῆκε εἰς τὴν Καπερναούμ, ἦλθε πρὸς αὐτὸν ἕνας ἑκατόνταρχος, ὁ ὁποῖος τὸν παρακαλοῦσε