22. Πολλοὶ θὰ μοῦ ποῦν τὴν ἡμέραν ἐκείνην, «Κύριε, Κύριε, δὲν ἐπροφητεύσαμεν εἰς τὸ ὄνομά σου καὶ εἰς τὸ ὄνομά σου δὲν ἐβγάλαμε δαιμόνια καὶ εἰς τὸ ὄνομά σου δὲν ἐκάναμε πολλὰ θαύματα;»
23. Καὶ τότε θὰ τοὺς ὁμολογήσω, «Ποτὲ δὲν σᾶς ἐγνώρισα· φύγετε ἀπὸ ἐμὲ σεῖς οἱ ἐργάται τῆς ἀνομίας».
24. «Καθέναν λοιπόν, ποὺ ἀκούει τοὺς λόγους μου τοὺτους καὶ τοὺς ἐκτελεῖ, θὰ τὸν παρομοιάσω μὲ ἄνθρωπον φρόνιμον, ὁ ὁποῖος ἔκτισε τὸ σπίτι του ἐπάνω στὴν πέτρα.
25. Καὶ κατέβηκε ἡ βροχὴ καὶ ἦλθαν οἱ ποταμοὶ καὶ ἐφύσησαν οἱ ἄνεμοι καὶ ἔπεσαν ἐπάνω εἰς τὸ σπίτι ἐκεῖνο, ἀλλ᾽ αὐτὸ δὲν ἔπεσε, διότι ἦτο θεμελιωμένον ἐπάνω σὲ πέτρα.
26. Καὶ καθένας ποὺ ἀκούει τοὺς λόγους τούτους, ἀλλὰ δὲν τοὺς ἐκτελεῖ, μοιάζει μὲ ἄνθρωπον μωρόν, ὁ ὁποῖος ἔκτισε τὸ σπίτι του ἐπάνω στὴν ἄμμον.
27. Καὶ κατέβηκε ἡ βροχὴ καὶ ἦλθαν οἱ ποταμοὶ καὶ ἐφύσησαν οἱ ἄνεμοι καὶ ἐκτύπησαν ἐπάνω στὸ σπίτι ἐκεῖνο καὶ ἔπεσε. Καὶ τὸ πέσιμό του ἦτο μεγάλο».
28. Ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἐτελείωσε τοὺς λόγους αὐτούς, ὁ κόσμος ἐθαύμαζε διὰ τὴν διδασκαλίαν του,
29. διότι τοὺς ἐδίδασκε σὰν ἕνας ποὺ ἔχει ἐξουσίαν, καὶ ὄχι ὅπως οἱ γραμματεῖς.