9. καὶ μὴ νομίσετε ὅτι μπορεῖτε νὰ λέγετε μέσα σας, Πατέρα ἔχομεν τὸν Ἀβραάμ, διότι σᾶς λέγω, ὅτι ὁ Θεὸς μπορεῖ ἀπὸ τὶς πέτρες αὐτὲς νὰ κάνῃ παιδιὰ διὰ τὸν Ἀβραάμ.
10. Ἡ ἀξίνα εἶναι πιὰ κοντὰ εἰς τὴν ρίζαν τῶν δένδρων, καὶ κάθε δένδρον, ποὺ δὲν κάνει καρπὸν καλόν, τὸ κόβουν σύρριζα καὶ τὸ ρίχνουν στὴ φωτιά.
11. Ἐγὼ σᾶς βαπτίζω μὲ νερὸ διὰ μετάνοιαν. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ ἔρχεται κατόπιν μου, εἶναι ἰσχυρότερος ἀπὸ ἐμὲ καὶ ἐγὼ δὲν εἶμαι ἱκανὸς νὰ κρατῶ τὰ ὑποδήματά του. Αὐτὸς θὰ σᾶς βαπτίσῃ μὲ Πνεῦμα Ἅγιον καὶ μὲ φωτιά.
12. Τὸ φτυάρι εἶναι εἰς τὸ χέρι του καὶ θὰ καθαρίσῃ τὸ ἁλῶνί του καὶ θὰ μαζέψῃ τὸ σιτάρι του εἰς τὴν ἀποθήκην, τὸ δὲ ἄχυρον θὰ τὸ κάψῃ σὲ φωτιὰ ποὺ δὲν σβήνει».
13. Τότε ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὴν Γαλιλαίαν εἰς τὸν Ἰορδάνην πρὸς τὸν Ἰωάννην διὰ νὰ βαπτισθῇ ἀπὸ αὐτόν.
14. Ὁ Ἰωάννης ὅμως τὸν ἐμπόδιζε καὶ ἔλεγε, «Ἐγὼ ἔχω ἀνάγκην νὰ βαπτισθῶ ἀπὸ σένα καὶ σὺ ἔρχεσαι σ᾽ ἐμένα;»
15. Ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀπεκρίθη, «Ἄφησε αὐτὰ ἐπὶ τοῦ παρόντος, διότι ἔτσι εἶναι πρέπον σ᾽ ἐμᾶς, νὰ ἐκτελέσωμεν κάθε ἐντολήν». Τότε ὁ Ἰωάννης δὲν τοῦ ἔφερε ἀντίρρησιν.
16. Ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἐβαπτίσθηκε, ἀμέσως ἀνέβηκε ἀπὸ τὸ νερὸ καὶ ἰδού, ἄνοιξαν οἱ οὐρανοὶ καὶ εἶδε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νὰ κατεβαίνῃ σὰν περιστερὰ καὶ νὰ ἔρχεται ἐπάνω του.
17. Καὶ φωνὴ ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς ἔλεγε, Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, εἰς τὸν ὁποῖον εὐαρεστοῦμαι.