7. Ὕστερα δὲ ἀπὸ σύσκεψιν, ἀγόρασαν μὲ αὐτὰ τὸ χωράφι τοῦ κεραμέως, διὰ νὰ θάβουν τοὺς ξένους.
8. Διὰ τοῦτο ὠνομάσθηκε τὸ χωράφι ἐκεῖνο, «Χωράφι αἵματος», ἕως σήμερα.
9. Τότε ἐκπληρώθηκε ἐκεῖνο, ποὺ ἐλέχθη διὰ τοῦ Ἱερεμίου τοῦ προφήτου, Καὶ ἐπῆραν τὰ τριάντα ἀργύρια, τὸ ἀντίτιμον ἐκείνου ποὺ ἐξετέθη εἰς ἐκτίμησιν, καὶ τοῦ ὁποίου τὴν τιμὴν ὥρισαν μερικοὶ ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλίτας.
10. Καὶ ἔδωκαν αὐτὰ διὰ τὸ χωράφι τοῦ κεραμέως, καθὼς μὲ διέταξε ὁ Κύριος.
11. Ὁ Ἰησοῦς ἐστάθηκε ἐμπρὸς εἰς τὸν ἡγεμόνα, καὶ τὸν ἐρώτησε ὁ ἡγεμών, «Σὺ εἶσαι ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων;». Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε, «Σὺ τὸ λέγεις».
12. Καὶ καθ᾽ ὃν χρόνον κατηγορεῖτο ἀπὸ τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ πρεσβυτέρους, δὲν ἔδινε καμμίαν ἀπάντησιν.
13. Τότε τοῦ λέγει ὁ Πιλᾶτος, «Δὲν ἀκοῦς πόσα μαρτυροῦν ἐναντίον σου;».
14. Ἀλλὰ δὲν τοῦ ἀπήντησε οὔτε λέξιν πρὸς μεγάλην κατάπληξιν τοῦ ἡγεμόνος.
15. Κατὰ τὴν ἑορτὴν ἦτο συνήθεια ὁ ἡγεμὼν νὰ ἀφήνῃ ἐλεύθερον χάριν τοῦ λαοῦ ἕνα φυλακισμένον, ὅποιον ἤθελαν.
16. Εἶχαν δὲ τότε ἕνα γνωστὸν φυλακισμένον ὀνομαζόμενον Βαραββᾶν.
17. Ὅταν λοιπὸν ἦσαν συγκεντρωμένοι, τοὺς εἶπε ὁ Πιλᾶτος, «Ποιόν θέλετε νὰ σᾶς ἀφήσω ἐλεύθερον, τὸν Βαραββᾶν ἢ τὸν Ἰησοῦν, τὸν ὀνομαζόμενον Χριστόν;»,
18. διότι ἤξερε ὅτι ἀπὸ φθόνον τὸν εἶχαν παραδώσει.