49. Οἱ ἄλλοι ἔλεγαν, «Ἄφησε, νὰ ἰδοῦμε ἐὰν ἔλθῃ ὁ Ἠλίας νὰ τὸν σώσῃ».
50. Ἀλλ᾽ ὁ Ἰησοῦς, ἀφοῦ ἐφώναξε ἀκόμη μία φορὰ μὲ δυνατὴ φωνή, ἄφησε τὸ πνεῦμά του.
51. Καὶ ἀμέσως τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ ἐσχίσθηκε σὲ δύο κομμάτια ἀπὸ ἐπάνω ἕως κάτω, καὶ ἡ γῆ ἐσείσθηκε καὶ οἱ βράχοι ἐσχίσθησαν
52. καὶ τὰ μνήματα ἄνοιξαν καὶ πολλὰ σώματα τῶν πεθαμένων ἁγίων ἀναστήθηκαν.
53. Καὶ ὅταν ἐβγῆκαν ἀπὸ τὰ μνήματα μετὰ τὴν ἀνάστασίν του, ἦλθαν εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν καὶ παρουσιάσθησαν σὲ πολλούς.
54. Ὅταν δὲ ὁ ἑκατόνταρχος καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἐφύλατταν μαζί του τὸν Ἰησοῦν, εἶδαν τὸν σεισμὸν καὶ ὅσα συνέβησαν, ἐφοβήθηκαν πολὺ καὶ ἔλεγαν, «Ἀλήθεια, αὐτὸς ἦτο Υἱὸς τοῦ Θεοῦ».
55. Ἦσαν ἐκεῖ καὶ γυναῖκες πολλές, ποὺ παρακολουθοῦσαν ἀπὸ μακρυά, καὶ εἶχαν ἀκολουθήσει τὸν Ἰησοῦν ἀπὸ τὴν Γαλιλαίαν καὶ τὸν ὑπηρετοῦσαν.
56. Μεταξὺ αὐτῶν ἦτο ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰακώβου καὶ τοῦ Ἰωσῆ, καὶ ἡ μητέρα τῶν υἱῶν Ζεβεδαίου.
57. Ὅταν ἐβράδυασε, ἦλθε ἕνας πλούσιος ἀπὸ τὴν Ἀριμαθαίαν, ὀνομαζόμενος Ἰωσήφ, ποὺ εἶχε καὶ αὐτὸς γίνει μαθητὴς τοῦ Ἰησοῦ.
58. Αὐτὸς ἐπῆγε εἰς τὸν Πιλᾶτον καὶ ἐζήτησε τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ καὶ ὁ Πιλᾶτος διέταξε νὰ τοῦ δοθῇ.