4. καὶ εἶπε, «Ἁμάρτησα, διότι παρέδωκα αἷμα ἀθῶον». Αὐτοὶ δὲ εἶπαν, «Τί μᾶς ἐνδιαφέρει; Εἶναι δική σου δουλειά».
5. Καὶ ἀφοῦ ἐπέταξε τὰ ἀργύρια εἰς τὸν ναόν, ἀνεχώρησε καὶ ἐπῆγε καὶ ἐκρεμάσθηκε.
6. Οἱ ἀρχιερεῖς ἐπῆραν τὰ ἀργύρια καὶ εἶπαν, «Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ τὰ βάλωμε εἰς τὸ ταμεῖον τοῦ ναοῦ, διότι εἶναι τὸ ἀντίτιμον αἵματος».
7. Ὕστερα δὲ ἀπὸ σύσκεψιν, ἀγόρασαν μὲ αὐτὰ τὸ χωράφι τοῦ κεραμέως, διὰ νὰ θάβουν τοὺς ξένους.
8. Διὰ τοῦτο ὠνομάσθηκε τὸ χωράφι ἐκεῖνο, «Χωράφι αἵματος», ἕως σήμερα.
9. Τότε ἐκπληρώθηκε ἐκεῖνο, ποὺ ἐλέχθη διὰ τοῦ Ἱερεμίου τοῦ προφήτου, Καὶ ἐπῆραν τὰ τριάντα ἀργύρια, τὸ ἀντίτιμον ἐκείνου ποὺ ἐξετέθη εἰς ἐκτίμησιν, καὶ τοῦ ὁποίου τὴν τιμὴν ὥρισαν μερικοὶ ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλίτας.
10. Καὶ ἔδωκαν αὐτὰ διὰ τὸ χωράφι τοῦ κεραμέως, καθὼς μὲ διέταξε ὁ Κύριος.
11. Ὁ Ἰησοῦς ἐστάθηκε ἐμπρὸς εἰς τὸν ἡγεμόνα, καὶ τὸν ἐρώτησε ὁ ἡγεμών, «Σὺ εἶσαι ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων;». Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε, «Σὺ τὸ λέγεις».