73. Ὕστερα ἀπὸ ὀλίγον, ἀφοῦ ἐπλησίασαν ἐκεῖνοι ποὺ ἐστέκοντο ἐκεῖ, εἶπαν εἰς τὸν Πέτρον, «Πράγματι καὶ σὺ εἶσαι ἀπὸ αὐτούς, διότι καὶ ἡ προφορά σου σὲ φανερώνει».
74. Τότε ἄρχισε μὲ κατάρες καὶ ὅρκους νὰ λέγῃ, «Δὲν γνωρίζω τὸν ἄνθρωπον». Καὶ ἀμέσως ἐλάλησε ὁ πετεινός.
75. Καὶ ἐθυμήθηκε ὁ Πέτρος τὸν λόγον τοῦ Ἰησοῦ, ποὺ εἶχε πῆ, «Πρὶν ὁ πετεινὸς λαλήσῃ, θὰ μὲ ἀπαρνηθῇς τρεῖς φορές». Καὶ ἐβγῆκε ἔξω καὶ ἔκλαψε πικρά.