49. Καὶ ἀμέσως, ἀφοῦ ἐπλησίασε τὸν Ἰησοῦν, εἶπε, «Χαῖρε, Ραββὶ» καὶ τὸν κατεφίλησε.
50. Ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε, «Φίλε, γιατί ἦλθες;». Τότε ἐπλησίασαν, ἔβαλαν τὰ χέρια ἐπάνω εἰς τὸν Ἰησοῦν καὶ τὸν συνέλαβαν.
51. Καὶ ἕνας ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ ἦσαν μὲ τὸν Ἰησοῦν, ἅπλωσε τὸ χέρι καὶ ἔβγαλε τὸ μαχαίρι του καὶ ἐκτύπησε τὸν δοῦλον τοῦ ἀρχιερέως καὶ τοῦ ἔκοψε τὸ αὐτί του.
52. Τότε τοῦ λέγει ὁ Ἰησοῦς, «Βάλε πάλιν τὸ μαχαίρι σου εἰς τὴν θήκην του, διότι ὅλοι ὅσοι κρατοῦν μαχαίρι, μὲ μαχαίρι θὰ πεθάνουν.
53. Ἢ νομίζεις ὅτι δὲν μπορῶ νὰ παρακαλέσω τὸν Πατέρα μου καὶ νὰ βάλῃ ἀμέσως εἰς τὴν διάθεσίν μου περισσότερες ἀπὸ δώδεκα λεγεῶνες ἀγγέλων;