48. Ἐκεῖνος ποὺ θὰ τὸν παρέδιδε τοὺς εἶχε δώσει τὸ ἑξῆς σημάδι: «Ἐκεῖνον, ποὺ θὰ φιλήσω, ἐκεῖνος εἶναι. Συλλάβετέ τον».
49. Καὶ ἀμέσως, ἀφοῦ ἐπλησίασε τὸν Ἰησοῦν, εἶπε, «Χαῖρε, Ραββὶ» καὶ τὸν κατεφίλησε.
50. Ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε, «Φίλε, γιατί ἦλθες;». Τότε ἐπλησίασαν, ἔβαλαν τὰ χέρια ἐπάνω εἰς τὸν Ἰησοῦν καὶ τὸν συνέλαβαν.
51. Καὶ ἕνας ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ ἦσαν μὲ τὸν Ἰησοῦν, ἅπλωσε τὸ χέρι καὶ ἔβγαλε τὸ μαχαίρι του καὶ ἐκτύπησε τὸν δοῦλον τοῦ ἀρχιερέως καὶ τοῦ ἔκοψε τὸ αὐτί του.