23. Αὐτὸς δὲ ἀπεκρίθη, «Ἐκεῖνος ποὺ ἐβούτηξε μαζί μου τὸ χέρι εἰς τὸ πιάτο, αὐτὸς θὰ μὲ παραδώσῃ.
24. Καὶ ὁ μὲν Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου πηγαίνει καθὼς εἶναι γραμμένον δι᾽ αὐτόν, ἀλλοίμονον ὅμως εἰς τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνον, διὰ τοῦ ὁποίου ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδεται. Θὰ ἦτο καλύτερα διὰ τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνον ἐὰν δὲν εἶχε γεννηθῆ».
25. Τότε ἔλαβε τὸν λόγον ὁ Ἰούδας, ὁ ὁποῖος τὸν παρέδωκε καὶ εἶπε, «Μήπως εἶμαι ἐγώ, Ραββί;». Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς, «Σὺ τὸ εἶπες».
26. Ἐνῷ δὲ ἔτρωγαν, ὁ Ἰησοῦς ἐπῆρε τὸν ἄρτον καὶ ἀφοῦ τὸν εὐλόγησε, τὸν ἔκοψε καὶ τὸν ἔδωκε εἰς τοὺς μαθητὰς καὶ εἶπε, «Λάβετε, φάγετε, τοῦτο εἶναι τὸ σῶμά μου».
27. Ὕστερα ἐπῆρε τὸ ποτήριον καὶ ἀφοῦ εὐχαρίστησε τὸν Θεόν, τοὺς τὸ ἔδωκε καὶ εἶπε,
28. «Πίετε ἀπὸ αὐτὸ ὅλοι, διότι τοῦτο εἶναι τὸ αἷμά μου τῆς Νέας Διαθήκης, τὸ ὁποῖον χύνεται πρὸς χάριν πολλῶν, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν.