Κατα Ματθαιον 25:8-26 Η Καινή Διαθήκη του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού κατά νεοελληνικήν απόδοσιν (NTV)

8. Αἱ δὲ μωραὶ εἶπαν εἰς τὰς φρονίμους, «Δῶστέ μας ἀπὸ τὸ λάδι σας, διότι αἱ λαμπάδες μας σβήνουν».

9. Ἀπεκρίθησαν δὲ αἱ φρόνιμοι, «Ὑπάρχει φόβος μήπως δὲν φθάσῃ τὸ λάδι γιὰ μᾶς καὶ γιὰ σᾶς. Πηγαίνετε καλύτερα εἰς τοὺς πωλητὰς καὶ ἀγοράστε διὰ τὸν ἑαυτόν σας».

10. Ἀλλ᾽ ἐνῷ αὐταὶ ἐπήγαιναν νὰ ἀγοράσουν, ἦλθε ὁ νυμφίος καὶ ὅσες ἦσαν ἕτοιμες ἐμπῆκαν μαζί του εἰς τοὺς γάμους καὶ ἔκλεισε ἡ πόρτα.

11. Κατόπιν ἔρχονται καὶ αἱ ἄλλαι παρθένοι καὶ ἔλεγαν «Κύριε, Κύριε, ἄνοιξέ μας».

12. Ἐκεῖνος δὲ ἀπεκρίθη, «Ἀλήθεια σᾶς λέγω, δὲν σᾶς ξέρω».

13. Ἀγρυπνεῖτε λοιπόν, διότι δὲν ξέρετε οὔτε τὴν ἡμέραν οὔτε τὴν ὥραν κατὰ τὴν ὁποίαν ἔρχεται ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου».

14. «Ὅπως ἕνας ἄνθρωπος, ποὺ θὰ ἐπήγαινε ταξίδι, ἐκάλεσε τοὺς δούλους του καὶ τοὺς παρέδωκε ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του.

15. Σὲ ἕνα ἔδωκε πέντε τάλαντα, σὲ ἄλλον δύο, σὲ ἄλλον ἕνα, στὸν καθένα κατὰ τὴν ἱκανότητά του, καὶ ἔφυγε ἀμέσως γιὰ ταξίδι.

16. Ἐκεῖνος ποὺ ἐπῆρε τὰ πέντε τάλαντα, τὰ ἐμπορεύθηκε καὶ ἐκέρδισε ἄλλα πέντε.

17. Ἐπίσης ἐκεῖνος ποὺ ἐπῆρε τὰ δύο, ἐκέρδισε ἄλλα δύο.

18. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ ἐπῆρε τὸ ἕνα, ἐπῆγε καὶ ἔσκαψε εἰς τὴν γῆν καὶ ἔκρυψε τὸ χρῆμα τοῦ κυρίου του.

19. Ὕστερα ἀπὸ πολὺν χρόνον ἔρχεται ὁ κύριος τῶν δούλων ἐκείνων καὶ τοὺς ζητεῖ λογαριασμόν.

20. Ἐκεῖνος ποὺ εἶχε πάρει τὰ πέντε τάλαντα, προσῆλθε καὶ ἔφερε ἄλλα πέντε τάλαντα καὶ εἶπε, «Κύριε, μοῦ παρέδωκες πέντε τάλαντα· κύτταξε, ἐκέρδισα ἄλλα πέντε τάλαντα».

21. Ὁ κύριός του τοῦ εἶπε, «Εὖγε, δοῦλε καλὲ καὶ πιστέ. Εἰς ὀλίγα ἐφάνηκες πιστός, εἰς πολλὰ θὰ σὲ ἐγκαταστήσω. Ἔμπα εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου».

22. Ἦλθε καὶ ἐκεῖνος ποὺ εἶχε πάρει τὰ δύο τάλαντα, καὶ εἶπε, «Κύριε, δύο τάλαντα μοῦ παρέδωκες· κύτταξε, ἐκέρδισα ἄλλα δύο τάλαντα».

23. Ὁ κύριός του τοῦ εἶπε, «Εὖγε, δοῦλε καλὲ καὶ πιστέ. Εἰς ὀλίγα ἐφάνηκες πιστός, εἰς πολλὰ θὰ σὲ ἐγκαταστήσω. Ἔμπα εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου».

24. Ἦλθε καὶ ἐκεῖνος ποὺ εἶχε πάρει τὸ ἕνα τάλαντον, καὶ εἶπε, «Κύριε, σὲ ἤξερα ὅτι εἶσαι ἕνας σκληρὸς ἄνθρωπος, θερίζεις ἐκεῖ, ὅπου δὲν ἔσπειρες καὶ μαζεύεις ἐκεῖ, ὅπου δὲν ἐσκόρπισες,

25. καὶ ἐπειδὴ ἐφοβήθηκα, ἐπῆγα καὶ ἔκρυψα τὸ τάλαντόν σου εἰς τὴν γῆν, ἰδὲς ἔχεις ὅ,τι εἶναι δικό σου».

26. Ὁ κύριός του τοῦ ἀπεκρίθη, «Πονηρὲ δοῦλε καὶ ὀκνηρέ, ἤξερες πὼς θερίζω ἐκεῖ, ὅπου δὲν ἔσπειρα καὶ μαζεύω ἐκεῖ, ὅπου δὲν ἐσκόρπισα.

Κατα Ματθαιον 25