6. Κατὰ τὰ μεσάνυχτα ὅμως, ἀκούσθηκε φωνή, «Νά ὁ νυμφίος ἔρχεται, βγῆτε νὰ τὸν προϋπαντήσετε».
7. Τότε ἐσηκώθηκαν ὅλαι αἱ παρθένοι ἐκεῖναι καὶ ἑτοίμασαν τὶς λαμπάδες τους.
8. Αἱ δὲ μωραὶ εἶπαν εἰς τὰς φρονίμους, «Δῶστέ μας ἀπὸ τὸ λάδι σας, διότι αἱ λαμπάδες μας σβήνουν».
9. Ἀπεκρίθησαν δὲ αἱ φρόνιμοι, «Ὑπάρχει φόβος μήπως δὲν φθάσῃ τὸ λάδι γιὰ μᾶς καὶ γιὰ σᾶς. Πηγαίνετε καλύτερα εἰς τοὺς πωλητὰς καὶ ἀγοράστε διὰ τὸν ἑαυτόν σας».
10. Ἀλλ᾽ ἐνῷ αὐταὶ ἐπήγαιναν νὰ ἀγοράσουν, ἦλθε ὁ νυμφίος καὶ ὅσες ἦσαν ἕτοιμες ἐμπῆκαν μαζί του εἰς τοὺς γάμους καὶ ἔκλεισε ἡ πόρτα.
11. Κατόπιν ἔρχονται καὶ αἱ ἄλλαι παρθένοι καὶ ἔλεγαν «Κύριε, Κύριε, ἄνοιξέ μας».
12. Ἐκεῖνος δὲ ἀπεκρίθη, «Ἀλήθεια σᾶς λέγω, δὲν σᾶς ξέρω».