36. γυμνὸς ἤμουνα καὶ μ᾽ ἐνδύσατε, ἀρρώστησα καὶ μ᾽ ἐπισκεφθήκατε, εἰς τὴν φυλακὴν ἤμουνα καὶ ἤλθατε σ᾽ ἐμέ».
37. Τότε θὰ τοῦ ἀποκριθοῦν οἱ δίκαιοι καὶ θὰ ποῦν, «Κύριε, πότε σὲ εἴδαμε νὰ πεινᾷς καὶ σ᾽ ἐθρέψαμε ἢ νὰ διψᾷς καὶ σ᾽ ἐποτίσαμε;
38. Πότε δὲ σὲ εἴδαμε ξένον καὶ σ᾽ ἐπήραμε εἰς τὸ σπίτι ἢ γυμνὸν καὶ σ᾽ ἐνδύσαμε;
39. Πότε σὲ εἴδαμε ἄρρωστον ἢ φυλακισμένον καὶ ἤλθαμε σ᾽ ἐσέ;».
40. Ὁ βασιλεὺς θὰ ἀπαντήσῃ καὶ θὰ τοὺς πῇ, «Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ὅ,τι ἐκάνατε εἰς ἕνα ἀπὸ τούτους τοὺς ἀσήμαντους ἀδελφούς μου, σ᾽ ἐμὲ τὸ ἐκάνατε».
41. Τότε θὰ πῇ καὶ σ᾽ ἐκείνους, ποὺ θὰ εἶναι πρὸς τὰ ἀριστερά, «Φύγετε ἀπ᾽ ἐμέ, καταραμένοι, στὴν αἰωνία φωτιά, ποὺ ἔχει ἑτοιμασθῆ διὰ τὸν διάβολον καὶ τοὺς ἀγγέλους του,