12. Ἐκεῖνος δὲ ἀπεκρίθη, «Ἀλήθεια σᾶς λέγω, δὲν σᾶς ξέρω».
13. Ἀγρυπνεῖτε λοιπόν, διότι δὲν ξέρετε οὔτε τὴν ἡμέραν οὔτε τὴν ὥραν κατὰ τὴν ὁποίαν ἔρχεται ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου».
14. «Ὅπως ἕνας ἄνθρωπος, ποὺ θὰ ἐπήγαινε ταξίδι, ἐκάλεσε τοὺς δούλους του καὶ τοὺς παρέδωκε ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του.
15. Σὲ ἕνα ἔδωκε πέντε τάλαντα, σὲ ἄλλον δύο, σὲ ἄλλον ἕνα, στὸν καθένα κατὰ τὴν ἱκανότητά του, καὶ ἔφυγε ἀμέσως γιὰ ταξίδι.
16. Ἐκεῖνος ποὺ ἐπῆρε τὰ πέντε τάλαντα, τὰ ἐμπορεύθηκε καὶ ἐκέρδισε ἄλλα πέντε.
17. Ἐπίσης ἐκεῖνος ποὺ ἐπῆρε τὰ δύο, ἐκέρδισε ἄλλα δύο.