35. καὶ ἕνας ἀπὸ αὐτούς, νομικός, τὸν ἐρώτησε μὲ σκοπὸν νὰ τὸν πειράξῃ,
36. «Διδάσκαλε, ποιά ἐντολὴ μεγάλη ὑπάρχει εἰς τὸν Νόμον;».
37. Αὐτὸς δὲ τοῦ εἶπε, «Νὰ ἀγαπήσῃς Κύριον τὸν Θεόν σου μὲ ὅλην σου τὴν καρδιὰ καὶ μὲ ὅλην σου τὴν ψυχὴν καὶ μὲ ὅλον σου τὸν νοῦν.
38. Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή.
39. Δεύτερη, ὅμοια μὲ αὐτήν, εἶναι τὸ Νὰ ἀγαπήσῃς τὸν πλησίον σου ὅπως τὸν ἑαυτόν σου.
40. Ἀπὸ αὐτὰς τὰς δύο ἐντολὰς ἐξαρτῶνται ὅλος ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται».
41. Ἐνῷ δὲ ἦσαν μαζεμένοι οἱ Φαρισαῖοι, τοὺς ἐρώτησε ὁ Ἰησοῦς,
42. «Τί φρονεῖτε διὰ τὸν Χριστόν; Ποίου εἶναι υἱός;». Λέγουν εἰς αὐτόν, «Τοῦ Δαυΐδ».
43. Αὐτὸς τοὺς λέγει, «Πῶς λοιπὸν ὁ Δαυΐδ, ἐμπνευσμένος ἀπὸ τὸ Πνεῦμα, τὸν ὀνομάζει Κύριον καὶ λέγει,
44. Εἶπε ὁ Κύριος εἰς τὸν Κύριόν μου, Κάθησε εἰς τὰ δεξιά μου, ἕως ὅτου κάνω τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδιῶν σου;