11. Ὅταν δὲ ἐμπῆκε ὁ βασιλεὺς νὰ ἰδῇ τοὺς φιλοξενουμένους, εἶδε ἐκεῖ ἕναν, ὁ ὁποῖος δὲν εἶχε ἔνδυμα γάμου,
12. καὶ τοῦ λέγει, «Φίλε, πῶς ἐμπῆκες ἐδῶ χωρὶς νὰ ἔχῃς ἔνδυμα γάμου;», αὐτὸς δὲ ἔμεινε βουβός.
13. Τότε εἶπε ὁ βασιλεὺς εἰς τοὺς ὑπηρέτας, «Ἀφοῦ τοῦ δέσετε τὰ πόδια καὶ τὰ χέρια, σηκῶστέ τον καὶ ρίξτε τον ἔξω εἰς τὸ σκοτάδι· ἐκεῖ θὰ εἶναι τὸ κλάμα καὶ τὸ τρίξιμο τῶν δοντιῶν».
14. Διότι πολλοὶ εἶναι οἱ καλεσμένοι, ὀλίγοι ὅμως εἶναι οἱ ἐκλεκτοί».
15. Τότε ἐπῆγαν οἱ Φαρισαῖοι καὶ ἔλαβαν ἀπόφασιν νὰ τὸν παγιδεύσουν μὲ λόγους.