25. Τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου ἀπὸ ποῦ ἦτο; Ἀπὸ τὸν οὐρανὸν ἢ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους;». Αὐτοὶ συζητοῦσαν μεταξύ τους καὶ ἔλεγαν, «Ἐὰν ποῦμε, «Ἀπὸ τὸν οὐρανόν», θὰ μᾶς πῇ, «Γιατί λοιπὸν δὲν ἐπιστέψατε σ᾽ αὐτόν;»,
26. ἐὰν δὲ ποῦμε, «Ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους», φοβούμεθα τὸν λαόν, διότι ὅλοι ἔχουν τὸν Ἰωάννην γιὰ προφήτην».
27. Καὶ ἀπεκρίθησαν εἰς τὸν Ἰησοῦν, «Δὲν γνωρίζομεν». Καὶ αὐτὸς τοὺς εἶπε, «Οὔτε καὶ ἐγὼ σᾶς λέγω μὲ ποιάν ἐξουσίαν κάνω αὐτά».
28. «Ἀλλὰ τί νομίζετε περὶ τούτου; Ἕνας ἄνθρωπος εἶχε δύο παιδιά, καὶ ἐπῆγε εἰς τὸ πρῶτον καὶ εἶπε, «Παιδί μου, πήγαινε σήμερα νὰ ἐργασθῇς εἰς τὸ ἀμπέλι».
29. Αὐτὸς δὲ ἀπεκρίθη, «Δὲν θέλω». Ἀλλ᾽ ὕστερα μετανόησε καὶ ἐπῆγε.
30. Καὶ ἐπῆγε εἰς τὸν δεύτερον καὶ τοῦ εἶπε τὰ ἴδια. Αὐτὸς δὲ ἀπεκρίθη, «Μάλιστα, κύριε», ἀλλὰ δὲν ἐπῆγε.