30. Δύο τυφλοί, ποὺ ἐκάθοντο κοντὰ εἰς τὸν δρόμον, ὅταν ἄκουσαν ὅτι ὁ Ἰησοῦς περνᾷ, ἐφώναξαν, «Κύριε, ἐλέησέ μας, υἱὲ τοῦ Δαυΐδ».
31. Ὁ κόσμος τοὺς ἐπέπληττε διὰ νὰ σιωπήσουν. Αὐτοὶ ὅμως δυνατώτερα ἐφώναζαν, «Κύριε, ἐλέησέ μας, υἱὲ τοῦ Δαυΐδ».
32. Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἐσταμάτησε, τοὺς ἐφώναξε καὶ τοὺς εἶπε, «Τί θέλετε νὰ σᾶς κάνω;».
33. Λέγουν εἰς αὐτόν, «Κύριε, νὰ ἀνοίξουν τὰ μάτια μας».
34. Ὁ Ἰησοῦς, ἐπειδὴ τοὺς σπλαγχνίσθηκε, ἄγγιξε τὰ μάτια τους καὶ ἀμέσως ἄρχισαν νὰ βλέπουν καὶ τὸν ἀκολούθησαν.