11. Καὶ ὅταν τὸ ἐπῆραν, παρεπονοῦντο κατὰ τοῦ οἰκοδεσπότου
12. καὶ ἔλεγαν, «Αὐτοὶ οἱ τελευταῖοι ἐργάσθηκαν μίαν ὥραν καὶ τοὺς ἔκανες ἴσους μ᾽ ἐμᾶς, ποὺ ἐβαστάξαμε τὸ βάρος τῆς ἡμέρας καὶ τὴν ζέστη».
13. Αὐτὸς δὲ ἀπεκρίθη εἰς ἕνα ἀπὸ αὐτούς, «Φίλε, δὲν σὲ ἀδικῶ. Δὲν συμφώνησες μαζί μου ἕνα δηνάριον;
14. Πάρε ὅ,τι συμφωνήσαμε καὶ φύγε· ἐγὼ θέλω εἰς τοῦτον τὸν τελευταῖον νὰ δώσω ὅσα καὶ σ᾽ ἐσένα.
15. Δὲν ἔχω δικαίωμα νὰ κάνω μὲ τὴν περιουσία μου ὅ,τι θέλω; Ἢ εἶναι πονηρὸ τὸ μάτι σου, ἐπειδὴ ἐγὼ εἶμαι καλός;».
16. Ἔτσι οἱ τελευταῖοι θὰ γίνουν πρῶτοι, καὶ οἱ πρῶτοι τελευταῖοι. Πολλοὶ εἶναι οἱ καλεσμένοι, ὀλίγοι ὅμως εἶναι οἱ ἐκλεκτοί».
17. Ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἐπρόκειτο νὰ ἀνεβῇ εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, ἐπῆρε ἰδιαιτέρως τοὺς δώδεκα καὶ εἰς τὸν δρόμον τοὺς εἶπε,