3. Καὶ ἦλθαν εἰς αὐτὸν οἱ Φαρισαῖοι, μὲ σκοπὸν νὰ τὸν πειράξουν, καὶ τοῦ εἶπαν, «Ἐπιτρέπεται νὰ χωρίζῃ κανεὶς τὴν γυναῖκα του διὰ κάθε αἰτίαν;».
4. Αὐτὸς τοὺς ἀπεκρίθη, «Δὲν ἐδιαβάσατε ὅτι ὁ Δημιουργὸς ἀπὸ τὴν ἀρχὴν τοὺς ἐδημιούργησε ἄνδρες καὶ γυναῖκες,
5. καὶ εἶπε, Διὰ τοῦτο ὁ ἄνθρωπος θὰ ἐγκαταλείψῃ τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα καὶ θὰ προσκολληθῇ εἰς τὴν γυναῖκά του, καὶ οἱ δύο θὰ γίνουν μία σάρκα;
6. Ὥστε δὲν εἶναι πλέον δύο ἀλλὰ μία σάρκα. Ἐκεῖνο λοιπόν, ποὺ ὁ Θεὸς ἕνωσε, ὁ ἄνθρωπος ἂς μὴ τὸ χωρίζῃ».
7. «Γιατί λοιπόν», τοῦ λέγουν, «ὁ Μωϋσῆς διέταξε νὰ δίδουν ἕνα ἔγγραφον διαζυγίου καὶ νὰ χωρίζουν;».
8. Αὐτὸς τοὺς λέγει, «Ὁ Μωϋσῆς ἐξ αἰτίας τῆς σκληροκαρδίας σας, σᾶς ἐπέτρεψε νὰ χωρίζετε τὶς γυναῖκες σας, ἀλλὰ δὲν ἦτο ἔτσι ἀπὸ τὴν ἀρχήν.