17. Ἐὰν ὅμως δὲν τοὺς ἀκούσῃ, τότε νὰ τὸ πῇς εἰς τὴν ἐκκλησίαν· ἐὰν δὲ καὶ τὴν ἐκκλησίαν δὲν ἀκούσῃ, τότε νὰ τὸν θεωρῇς ὡς ἐθνικὸν ἢ τελώνην.
18. Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ὅτι ὅσα δέσετε εἰς τὴν γῆν, θὰ εἶναι δεμένα εἰς τὸν οὐρανόν, καὶ ὅσα λύσετε εἰς τὴν γῆν, θὰ εἶναι λυμένα εἰς τὸν οὐρανόν».
19. «Ἐπίσης σᾶς λέγω, ὅτι ἐὰν δύο ἀπὸ σᾶς, εἰς τὴν γῆν, συμφωνήσουν νὰ ζητήσουν οἱονδήποτε πρᾶγμα, θὰ τοὺς γίνῃ ἀπὸ τὸν Πατέρα μου τὸν ἐπουράνιον.
20. Διότι ὅπου εἶναι δύο ἢ τρεῖς συγκεντρωμένοι εἰς τὸ ὄνομά μου, ἐκεῖ εἶμαι ἀνάμεσά τους».
21. Τότε ἐπλησίασε ὁ Πέτρος καὶ τοῦ εἶπε, «Κύριε, πόσες φορὲς νὰ συγχωρήσω τὸν ἀδελφόν μου, ἐὰν ἐξακολουθῇ νὰ μοῦ κάνῃ κακόν; Ἕως ἑπτὰ φορές;».
22. Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς, «Δὲν σοῦ λέγω ἕως ἑπτὰ φορὲς ἀλλὰ ἕως ἑβδομῆντα φορὲς τὸ ἑπτά.
23. Διὰ τοῦτο μοιάζει ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν μὲ ἕνα βασιλέα, ὁ ὁποῖος ἠθέλησε νὰ λογαριασθῇ μὲ τοὺς δούλους του.
24. Ὅταν δὲ ἄρχισε νὰ λογαριάζεται, τοῦ ἔφεραν ἕναν ποὺ χρωστοῦσε δέκα χιλιάδες τάλαντα.