1. Ἐκείνην τὴν ὥραν ἦλθαν οἱ μαθηταὶ εἰς τὸν Ἰησοῦν καὶ τοῦ εἶπαν, «Ποιός ἆραγε θὰ εἶναι ὁ μεγαλύτερος εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν;».
2. Καὶ ἀφοῦ προσκάλεσε ἕνα παιδί, τὸ ἔβαλε ἀνάμεσά τους καὶ εἶπε,
3. «Σᾶς βεβαιῶ ὅτι, ἐὰν δὲν μετανοήσετε καὶ δὲν γίνετε σὰν τὰ παιδιά, δὲν θὰ μπῆτε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν.
4. Ἐκεῖνος, ποὺ θὰ ταπεινώσῃ τὸν ἑαυτόν του σὰν τοῦτο τὸ παιδί, αὐτὸς θὰ εἶναι ὁ μεγαλύτερος εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν.
5. Καὶ ἐκεῖνος, ποὺ θὰ δεχθῇ ἕνα τέτοιο παιδὶ εἰς τὸ ὄνομά μου, ἐμὲ δέχεται».
6. «Ἐκεῖνος, ποὺ θὰ σκανδαλίσῃ ἕναν ἀπὸ τοὺς μικροὺς τούτους, ποὺ πιστεύουν σ᾽ ἐμέ, τὸν συμφέρει νὰ κρεμασθῇ ἀπὸ τὸν λαιμόν του μιὰ μυλόπετρα καὶ νὰ καταποντισθῇ εἰς τὰ βάθη τῆς θαλάσσης.