8. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τὸ ἀντελήφθη καὶ τοὺς εἶπε, «Τί σκέπτεσθε μέσα σας, ὀλιγόπιστοι, ὅτι δὲν ἐπήρατε ψωμιά;
9. Ἀκόμη δὲν καταλαβαίνετε οὔτε θυμᾶσθε τὰ πέντε ψωμιὰ τῶν πέντε χιλιάδων ἀνθρώπων καὶ πόσα κοφίνια ἐπήρατε;
10. Οὔτε τὰ ἑπτὰ ψωμιὰ τῶν τεσσάρων χιλιάδων ἀνθρώπων καὶ πόσα καλάθια ἐπήρατε;
11. Πῶς δὲν καταλαβαίνετε ὅτι δὲν σᾶς ἐμίλησα γιὰ ψωμί, ἀλλὰ γιὰ νὰ προσέχετε ἀπὸ τὸ προζύμι τῶν Φαρισαίων καὶ τῶν Σαδδουκαίων;».
12. Τότε ἐκατάλαβαν ὅτι δὲν τοὺς εἶπε νὰ προσέχουν ἀπὸ τὸ προζύμι, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν διδασκαλίαν τῶν Σαδδουκαίων.
13. Ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἦλθε εἰς τὰ μέρη τῆς Καισαρείας τοῦ Φιλίππου, ἐρωτοῦσε τοὺς μαθητάς του, «Ποιός, λέγουν οἱ ἄνθρωποι, ὅτι εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου;».
14. Αὐτοὶ δὲ ἀπήντησαν, «Μερικοὶ λέγουν ὅτι εἶναι ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής, ἄλλοι ὁ Ἠλίας, καὶ ἄλλοι ὁ Ἱερεμίας ἢ ἕνας ἀπὸ τοὺς προφήτας».
15. Λέγει εἰς αὐτούς, «Σεῖς, ποιός λέτε ὅτι εἶμαι;».
16. Ὁ Σίμων Πέτρος ἀπεκρίθη, «Σὺ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ».
17. Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε, «Μακάριος εἶσαι, Σίμων υἱὲ τοῦ Ἰωνᾶ, διότι ἄνθρωπος δὲν σοῦ τὸ ἀπεκάλυψε αὐτό, ἀλλ᾽ ὁ Πατέρας μου ὁ οὐράνιος.
18. Καὶ ἐγὼ σοῦ λέγω, Σὺ εἶσαι Πέτρος καὶ ἐπάνω εἰς τὴν πέτραν αὐτὴν θὰ οἰκοδομήσω τὴν ἐκκλησίαν μου καὶ αἱ πύλαι τοῦ ῞ᾼδη δὲν θὰ τὴν καταβάλουν.
19. Καὶ θὰ σοῦ δώσω τὰ κλειδιὰ τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν καὶ ὅ,τι δέσῃς εἰς τὴν γῆν, θὰ εἶναι δεμένο εἰς τοὺς οὐρανούς. Καὶ ὅ,τι λύσῃς εἰς τὴν γῆν, θὰ εἶναι λυμένο εἰς τοὺς οὐρανούς».
20. Τότε αὐστηρῶς διέταξε τοὺς μαθητάς του νὰ μὴ ποῦν σὲ κανένα ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός.
21. Ἀπὸ τότε ἄρχισε ὁ Ἰησοῦς νὰ δείχνῃ εἰς τοὺς μαθητάς του, ὅτι πρέπει νὰ ὑπάγῃ εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ πολλὰ νὰ πάθῃ ἀπὸ τοὺς πρεσβυτέρους καὶ ἀρχιερεῖς καὶ γραμματεῖς καὶ νὰ θανατωθῇ καὶ κατὰ τὴν τρίτην ἡμέραν νὰ ἀναστηθῇ.
22. Καὶ ὁ Πέτρος, ἀφοῦ τὸν ἐπῆρε ἰδιαιτέρως, ἄρχισε νὰ τοῦ μιλῇ εἰς σοβαρὸν τόνον καὶ νὰ τοῦ λέγῃ, «Ὁ Θεὸς νὰ σοῦ φανῇ σπλαγχνικός, Κύριε, ὥστε νὰ μὴ σοῦ συμβῇ τοῦτο».
23. Αὐτὸς δὲ ἐστράφη εἰς τὸν Πέτρον καὶ εἶπε, «Ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾶ· μοῦ εἶσαι σκάνδαλον, διότι δὲν σκέπτεσαι τὰ ἀρεστὰ εἰς τὸν Θεὸν ἀλλὰ τὰ ἀρεστὰ εἰς τοὺς ἀνθρώπους».
24. Τότε εἶπε ὁ Ἰησοῦς εἰς τοὺς μαθητάς του, «Ἐὰν κανεὶς θέλῃ νὰ μὲ ἀκολουθήσῃ, ἂς ἀπαρνηθῇ τὸν ἑαυτόν του καὶ ἂς σηκώσῃ τὸν σταυρόν του καὶ ἂς μὲ ἀκολουθήσῃ.
25. Διότι ὅποιος θέλει νὰ σώσῃ τὴν ζωήν του, αὐτὸς θὰ τὴν χάσῃ. Ἐκεῖνος δὲ ποὺ θὰ χάσῃ τὴν ζωήν του ἐξ αἰτίας μου, αὐτὸς θὰ τὴν βρῇ.
26. Διότι τί ἔχει νὰ ὠφεληθῇ ὁ ἄνθρωπος, ἐὰν κερδίσῃ τὸν κόσμον ὅλον, ζημιωθῇ δὲ τὴν ψυχήν του; Ἢ τί εἶναι δυνατὸν νὰ δώσῃ ὁ ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς του;