33. Καὶ τοῦ λέγουν οἱ μαθηταί, «Ἀπὸ ποῦ νὰ πάρωμεν ἐδῶ εἰς τὴν ἔρημον τόσα ψωμιά, ὥστε νὰ χορτάσῃ τόσος πολύς κόσμος;».
34. Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοὺς λέγει, «Πόσα ψωμιὰ ἔχετε;», αὐτοὶ δὲ εἶπαν, «Ἑπτὰ καὶ λίγα ψαράκια».
35. Καὶ ἀφοῦ διέταξε τὸν κόσμον νὰ πλαγιάσῃ εἰς τὴν γῆν,
36. ἐπῆρε τὰ ἑπτὰ ψωμιὰ καὶ τὰ ψάρια καὶ ἀφοῦ εὐχαρίστησε τὸν Θεόν, τὰ ἔκοψε καὶ τὰ ἐμοίρασε εἰς τοὺς μαθητάς, οἱ δὲ μαθηταὶ εἰς τὸν κόσμον.
37. Καὶ ἔφαγαν ὅλοι καὶ ἐχόρτασαν καὶ ἐσήκωσαν τὰ κομμάτια ποὺ ἐπερίσσεψαν, ἑπτὰ γεμᾶτα καλάθια.
38. Ἐκεῖνοι δὲ ποὺ ἔφαγαν, ἦσαν τέσσερις χιλιάδες ἄνδρες, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά.
39. Καὶ ἀφοῦ διέλυσε τὸν κόσμον ἐμπῆκε εἰς τὸ πλοιάριον καὶ ἦλθε εἰς τὴν περιοχὴν τῆς Μαγδαλᾶ.